Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το ρεσιτάλ

См. также в других словарях:

  • ρεσιτάλ — το, Ν άκλ. εκτέλεση μουσικών έργων μπροστά σε ακροατήριο από έναν και μόνο καλλιτέχνη («ρεσιτάλ πιάνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. recital < λατ. recito (βλ. λ. ρεσί)] …   Dictionary of Greek

  • ρεσιτάλ — το (λ. γαλλ.), άκλ., συναυλία που εκτελεί ένας μόνο καλλιτέχνης: Ο διάσημος πιανίστας έδωσε δύο ρεσιτάλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρετσιτατίβο — Είδος φωνητικής μουσικής. Είναι η αναπαράσταση σε τραγούδι του τόνου της φωνής και του ρυθμού του λόγου. To ρ. δεν αποτελεί κλειστή μουσική μορφή, που υποτάσσεται στη συντακτική διάρθρωση των κειμένων. (Πηγές του είναι η εκτέλεση από λαϊκούς… …   Dictionary of Greek

  • συνοδεία — η, ΝΑ [συνοδεύω] νεοελλ. 1. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει κάποιον, που μετακινείται μαζί του τιμητικά ή για την ασφάλεια του ή για να εμποδίσει την απόδραση του (α. «η συνοδεία τού Πατριάρχη» β. «η συνοδεία τού πρωθυπουργού» γ. «μεταφέρθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Βεργή, Έλσα — (Αθήνα 1921 – 1980). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών, στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο) και στο πανεπιστήμιο του Γέιλ (ΗΠΑ). Κατά το χρονικό διάστημα 1940 57 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, ερμηνεύοντας με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Γιουπάνκι, Αταουάλπα — (Ataualpa Yupanqui, 1908 – 1992).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αργεντινού συνθέτη, ποιητή, μουσικού και τραγουδιστή Έκτορ Ρομπέρτο Τσαβέρο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συνέθεσε τα πρώτα του τραγούδια και το 1940 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… …   Dictionary of Greek

  • Μόσελες, Ίγκνατσι — (Ignaz Moscheles, Πράγα 1794 – Λειψία 1870). Γερμανός συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Αρχικά ο Μ. σπούδασε πλάι στον Γερμανό συνθέτη Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ, διευθυντή του Ωδείου της Πράγας. Η συστηματική ενασχόληση του δασκάλου του… …   Dictionary of Greek

  • Ξύνδας, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1814 – Αθήνα 1896). Συνθέτης. Σπούδασε μουσική στην Κέρκυρα με τον Μάντζαρο (βλ. λ.), του οποίου ήταν μάλιστα στενός συνεργάτης, και έπειτα στο Ωδείο της Νεάπολης. Από τους ιδρυτές, μαζί με τον Μάντζαρο, της «Φιλαρμονικής Εταιρείας… …   Dictionary of Greek

  • Σεβαλιέ, Μωρίς — (Chevalier). Γάλλος ηθοποιός του βαριετέ και του κινηματογράφου (Παρίσι 1888 1972). Σε ηλικία μόλις 13 ετών πρωτοεμφανίστηκε σ’ ένα μικρό καφέ κονσέρ και γρήγορα επιβλήθηκε σε θεάματα που του έδωσαν την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα τύπο που τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»